χαραδριίδες

χαραδριίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια χαραδριόμορφων πτηνών, με τυπικό το γένος χαραδριός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. charadriidae < charadrius (< χαραδριός) + κατάλ. -idae (πρβλ. -ίδες). Η λ., στον λόγιο τ. χαραδριίδαι, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπλόπτερος — ο ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας χαραδριίδες, στο οποίο ανήκει το είδος που είναι κοινώς γνωστό ως αγκαθοκαλημάνα …   Dictionary of Greek

  • χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”